- ζυμουμένων
- ζῡμουμένων , ζυμόωleaven: pres part mp fem gen plζῡμουμένων , ζυμόωleaven: pres part mp masc /neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ζυμουμένων — ζῡμουμένων , ζυμόω leaven pres part mp fem gen pl ζῡμουμένων , ζυμόω leaven pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκόδερμα — το βοτ. μύκητας που σχηματίζει υμένιο στην επιφάνεια τών ζυμούμενων ποτών και τών σακχαρούχων χυμών, χωρίς να προκαλεί αλκοολική ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycoderma (< μύκης «μύκητας» + δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889… … Dictionary of Greek